- κελαινιόωντι
- κελαινιάωto be blackpres part act masc/neut dat sg (epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κελαινιώ — κελαινιῶ, άω (Α) είμαι μαύρος, μαυρίζω («κελαινιόωντι πέπλῳ», Νόνν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κελαινός, με σχηματισμό κατά τα ρ. σε ιάω, για μετρικούς λόγους] … Dictionary of Greek